- κοκκόδαφνον
- κοκκόδαφνον, τὸ (AM)το κουκούτσι τής δάφνης, δαφνοκούκουτσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < δαφνό-κοκκον (< δάφνη + κόκκος), με αντιστροφή τής σειράς τών συνθετικών (πρβλ. κεφαλόπονος: πονοκέφαλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοκκοδάφνων — κοκκόδαφνον laurel berry neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκόδαφνα — κοκκόδαφνον laurel berry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… … Dictionary of Greek